- ξεβράκωμα
- το, -ατος1. η αφαίρεση, το βγάλσιμο του βρακιού.2. μτφ., αποκάλυψη, ρεζίλεμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεβράκωμα — το 1. αφαίρεση τού βρακιού, τής περισκελίδας 2. αποκάλυψη κακής πράξης, ξεσκέπασμα … Dictionary of Greek